ἀνακομβόομαι
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
A gird oneself up for action, Gp.10.83.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακομβόομαι: ἀποθ., ἀνακομβώνομαι, «σκουμβώνομαι» ὅπως ἐργασθῶ, συζωσάμενος καὶ ἀνακομβωσάμενος Γεωπ. 10. 83. 1. Τὸ ἐνεργ. ἀνακομβόω ἀπαντᾷ παρὰ Στεφ. Διακ. 1137C. μετὰ τῆς σημασίας τοῦ «ξεκουμπώνω», «ξεγυμνώνω», ἀλλὰ καὶ τὸ μέσον δύναται νὰ ἐξηγηθῇ «ξεκουμβώνομαι», δηλ. ἐκβάλλω τὸ ἐπανωφόριόν μου ὅπως ἐργασθῶ: - οὕτω καί, ἀνεκμβώσατο τὰς χεῖρας Βίος Νείλ. Νεωτ. 76Α.