ἀποσκίασμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A shadow, ἀ. τροπῆς a shadow cast by turning, Ep.Jac.1.16, cf. Porph. in Ptol.193, Suid. s.v. ἀνθήλιος. II illusion, deceit, Men. Prot.p.118 D.
German (Pape)
[Seite 324] τό, der geworfene Schatten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκίασμα: -ατος, τό, σκιὰ σώματός τινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἀνθήλιος. 2) σκιαγραφία, σκιαγράφημα, ἀληθείας ἴνδαλμα καὶ ἀποσκίασμα Γρηγ. Ναζ.