ἀνθήλιος

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθήλιος Medium diacritics: ἀνθήλιος Low diacritics: ανθήλιος Capitals: ΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: anthḗlios Transliteration B: anthēlios Transliteration C: anthilios Beta Code: a)nqh/lios

English (LSJ)

ἀνθήλιον, = ἀντήλιος, q.v. (opposite the sun, i.e. looking east).

Spanish (DGE)

ἀντήλιος, ἀντήλιον
• Alolema(s): ἀνθήλιος Theopomp.Hist.400, Ph.1.656, Plu.2.894f, AB 403, Poll.10.54, Zonar.111.31c, Sud.
I 1puesto al sol, soleado de estatuas de dioses δαίμονες A.A.519, θεοί E.Fr.538
que refleja los rayos del sol ὄρος Plu.2.248c, νεφέλη ἡ πυρρὰ ἡ φοινικίζουσα Zonar.l.c., ἡ σελήνη AB l.c.
2 vuelto hacia el este, oriental ἀγκῶνες S.Ai.805, de Atenea ante el templo de Delfos πρόσωπον E.Io 1550.
3 que es reflejo del sol αὐγή Ph.l.c.
II subst.
1ἀντήλιος = parhelio Men.Fr.444, Plu.2.894f, tb. τὰ ἀντήλια Sud.
2ἀντήλιος fig. imitación, reflexión Theopomp.Hist.l.c.
3 τὰ ἀντήλια = anteojeras de los caballos, Poll.l.c., Eust.1562.39.
4 τὰ ἀντήλια = parasol Eust.1281.3.

German (Pape)

[Seite 232] s. in der ion. Form ἀντήλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réc. c. ἀντήλιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθήλιος: ион. ἀντήλιος 2
1 находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; ὄρος Plut.);
2 выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);
3 подобный солнцу, сияющий как солнце (πρόσωπον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθήλιος: -ον, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ ἀντήλιος.

Greek Monolingual

ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων
2. η ομπρέλα για τον ήλιο
II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού
αρχ.
1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)
2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο
3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.