ἀνωγή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (ἄνωγα)
A command, exhortation, A.R.1.1134; θείαν δι' ἀνωγάν Philol.71.6 (Argos).
German (Pape)
[Seite 268] ἡ, der Befehl, Ap. Rh. 1, 1134. 2, 499.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωγή: ἡ, (ἄνωγα) παρακέλευσις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1134, κτλ.