συμφιλονεικέω
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
German (Pape)
[Seite 992] mit, zugleich wetteifern, τινί, zu Jemandes Gunsten; Plat. Prot. 336 e; Andoc. 4, 20.
Greek (Liddell-Scott)
συμφῐλονεικέω: λαμβάνω μέρος εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, λαμβάνω τὸ μέρος τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., λαμβάνω μέρος εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3.