ὁ,
A bread-maker, baker, X.Cyr.5.5.39, J.AJ15.9.2.
[Seite 363] ὁ, der Bäcker, Xen. Cyr. 5, 5, 39.
ἀρτοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἄρτον, ἀρτοποιός, «ψωμᾶς», Ξεν. Κύρ, 5. 5, 39· πρβλ. ἀρτοκόπος καὶ Λοβ. Φρύν. 222.