συμβασιλεύω
From LSJ
English (LSJ)
A rule, reign together with, τινι Plb.30.2.4, Plu.Lyc. 5, Luc.DDeor.16.2, etc.: metaph., 1 Ep.Cor.4.8: abs., 2 Ep.Ti.2.12.
German (Pape)
[Seite 978] mitherrschen, τῷ ἀδελφῷ, Pol. 30, 2, 4; Luc. D. D. 16, 2 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμβᾰσῐλεύω: βασιλεύω ἢ κυβερνῶ ὁμοῦ μετά τινος, συμβαβασιλεύει τἀδελφῷ Πολύβ. 30. 2, 4, Πλουτάρχ. Λυκοῦργ. 5, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2, κλπ.