πεντάπολις
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ,
A league of five cities, Hdt.1.144, LXX Wi.10.6, Str.6.2.4, POsl.1.300 : metaph., of the five senses, Ph. 2.22.
German (Pape)
[Seite 557] ἡ, Fünfstadt, Her. 1, 144.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάπολις: ἡ, ὁμοσπονδία πέντε πόλεων, α) Δωρικὴ πεντάπολις, Λίνδος, Ἰάλυσος, Κάμειρος (ἐπὶ τῆς νήσου Ρόδου), Κῶς καὶ Κνίδος. α) πεντάπολις Λιβύης ἢ ἡ Κυρηναϊκή, ἀπὸ τῶν χρόνων τῶν Πτολεμαίων Κυρήνη, Βερενίκη, Ἀρσινόη, Πτολεμῒς καὶ Ἀπολλωνία· ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι, περὶ ὧν ἴδε Λεξ. Γεωγρ., Ἡρόδ. 1. 144, κτλ.