κατάλογος
English (LSJ)
ὁ,
A enrolment, register, catalogue, Pl.Tht.175a, Lg.968c; ὀσπρίων Diocl.Fr.117; κ. νεῶν the catalogue of ships in Il. 2, Plu.Sol.10: prov., of a long story, νεῶν δὲ κατάλογον δόξεις μ' ἐρεῖν Apollod.Com.13.17. 2 at Athens, register of citizens liable for service, ὁπλίτης ἐντεθεὶς ἐν κ. Ar.Eq.1369; [ὁπλῖται] ἐκ καταλόγου those on the list for service, Th.6.43, al.; ἐκ κ. στρατευόμενος κατατέτριμμαι X.Mem.3.4.1; οἱ ἐν τῷ κ. Id.HG2.4.9; οἱ ὑπὲρ τὸν κ. the superannuated, opp. οἱ ἐν ἡλικίᾳ, D.13.4; of trierarchs, Id.18.105; καταλόγους ποιεῖσθαι make up the lists for service, Th.6.26, D. 50.6; εἰς τὸν κ. καταλέξαι Lys.25.16; καταλόγοις Χρηστοῖς ἐκκριθέν, of picked troops, Th.6.31; προγράφειν στρατιᾶς κ. Plu.Cam.39; τὸν κ. ἀποδιδράσκειν Luc.Nav.33; κ. ἀνδρῶν Χιλίων authority to conscript 1000 recruits, Polyaen.3.3. b list of the βουλή, ἐκ τοῦ κ. ἐξαλείφειν X.HG2.3.51. c κατάλογοι βουλᾶς, οἱ, committee of the βουλή at Epidaurus, IG4.925, al.
German (Pape)
[Seite 1361] ὁ, die Aufzählung, bes. Liste, Verzeichniß zu einem gewissen Zweck auserlesener Personen, bes. zum Kriegsdienst; οἱ ἐκ τοῦ καταλόγου, die zum Kriegsdienst verzeichnete Mannschaft, Thuc. 7, 16. 20 u. öfter; οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ ὁπλῖται Xen. Hell. 2, 4, 9, οἱ ὑπὲρ τὸν κατάλογον, die über das dienstpflichtige Alter hinaus sind, Dem. 13, 4, im Ggstz von τοὺς ἐν ἡλικίᾳ; ἐκ καταλόγου στρατευόμενος κατατέτριμμαι, von dem kriegspflichtigen Alter an Dienste thuend, Xen. Hem. 3, 4, 1; καταλόγους ποιεῖσθαι, Soldaten ausheben, Thuc. 6, 26; τὸ πεζὸν καταλόγοις χρηστοῖς ἐκκριθέν 6, 31; ἐξαλείφειν ἐκ τοῦ καταλόγου, aus der Liste ausstreichen, Xen. Hell. 2, 3, 51. Uebh. Verzeichniß, Plat. Theaet. 175 a Legg. XII, 968 e, Liste für die Liturgien u. Staatsämter u. dgl.; auch heißt ein Theil des zweiten Buches der Il. κατάλογος νεῶν.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλογος: ὁ, ἀναγραφὴ ὀνομάτων, προσώπων ἢ πραγμάτων, σημείωσις τούτων κατὰ σειρὰν, «κατάλογος», Πλάτ. Θεαίτ. 175Α, Νόμ. 968C· κ. νεῶν, ὁ τῶν πλοίων, ἐν Ἰλ. Β, Πλουτ. Σόλ. 10· παροιμ. ἐπὶ μακρᾶς διηγήσεως, νεῶν δὲ κατάλογον δόξεις μ’ ἐρεῖν Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 17· κ. γυναικῶν, ποίημα Ἡσιόδου, ἴδε ἠοῖαι. 2) ἐν Ἀθήναις, ἀναγραφὴ τῶν πολιτῶν ὅσοι ὑποχρεοῦντο εἴς τινα δημοσίαν λειτουργίαν ἢ ὑπηρεσίαν, σημείωσις τῶν ὀνομάτων τῶν πολιτῶν, ἐντεθεὶς ἐν κατ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1369, πρβλ. Δημ. 261. 9· ὁ κατάλογος τῶν στρατευσίμων, ὁπλῖται ἐκ καταλόγου, λαμβανόμενοι ἐξ ἐκείνων ὧν τὰ ὀνόματα ὑπάρχουσιν ἐν τῷ καταλόγῳ, Θουκ. 6. 43 (ἔνθα ἴδε τὸν Arnold), 7. 16, 20., 8. 24· οὕτως, οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 9· οἱ ἔξω τοῦ κ., ἤ, οἱ ὑπὲρ τὸν κ., οἱ ὑπερβάντες τὴν στρατεύσιμον ἡλικίαν, Λατ. emeriti, ἐναντίον τοῦ, οἱ ἐν ἡλικίᾳ, αὐτόθι 2. 3, 51, Δημ. 167· 17· καταλόγους ποιεῖσθαι κάμνω τοὺς διὰ τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν καταλόγους, καταγράφω στρατιώτας, Λατ. delectum habere, Θουκ. 6. 26, Δημ. 1208. 6· εἰς κ. καταλέγειν Λυσ. 172. 38· καταλόγοις χρηστοῖς ἐκκριθέν, ἐπὶ ἐκλεκτοῦ στρατεύματος, Θουκ. 6. 31· τῆς ἐκ καταλόγου στρατείας Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 38.8 (ἔκδ.Blass)· προγράφειν στρατιᾶς κ. Πλουτ. Κάμιλλ. 39· τὸν κ. ἀποδιδράσκειν, (δηλ. τὴν στρατείαν) περὶ τῶν δειλῶν, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 33· κατάλογον τρισχιλίων τινὶ δοῦναι ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Πολυαίν. β) ὁ κατάλογος τῆς βουλῆς, οἱ ἔξω τοῦ κ., ἐκ τοῦ κ. ἐξαλείφειν Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 51. γ)κ. ἱερός, τοῦ κλήρου, Ἐκκλ.·― ἐν Ἐπιγρ. Ἐπιδαύρου 242, κατάλογοι εἶνε τῆς Βουλῆς ἐπίτροποι παρόντες κατὰ τὴν ἐξέλεγξιν τῶν εἰσπράξεων καὶ τῶν δαπανῶν.