ἀνθεμωτός
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ή, όν,
A adorned with flowers or with flower-patterns, καλυπτήρ IG2.807b107.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεμωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἀνθεμόω) ὁ διὰ σχημάτων ἀνθέων πεποικιλμένος, καλυπτὴρ ἀνθεμωτὸς Ἐπιγρ. ἐν Βοικχίου Ἀττ. Ναυτ. Ἐπιγρ. 407, κἑξ.