μυθητήρ
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
German (Pape)
[Seite 214] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych. erkl. στασιαστής.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθητήρ: μῡθητής, ὁ, μυθιήτης, Ἡσύχ., Εὐστάθ. σελ. 1901, 47.