χαρακτηρικός
From LSJ
English (LSJ)
A = χαρακτηριστικός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1336] zum Kratzen od. Eingraben dienend, D. Hal. öfter; adv., Eustath. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρακτηρικός: διάφ. γραφ. ἀντὶ χαρακτηριστικός, ὃ ἴδε.
Full diacritics: χαρακτηρικός | Medium diacritics: χαρακτηρικός | Low diacritics: χαρακτηρικός | Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΚΟΣ |
Transliteration A: charaktērikós | Transliteration B: charaktērikos | Transliteration C: charaktirikos | Beta Code: xarakthriko/s |
A = χαρακτηριστικός (q.v.).
[Seite 1336] zum Kratzen od. Eingraben dienend, D. Hal. öfter; adv., Eustath. u. a. Sp.
χᾰρακτηρικός: διάφ. γραφ. ἀντὶ χαρακτηριστικός, ὃ ἴδε.