πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
μηλόκερος: καὶ μηλόκερως, ὁ ἔχων κέρατα προβάτου, ἐπιθ., Ψευδοκαλλισθ. Α΄, 30, ἐνσ. 31 τῆς ἐκδ. Μüller, ἐν σημ.