γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
Full diacritics: διαμονομᾰχέω | Medium diacritics: διαμονομαχέω | Low diacritics: διαμονομαχέω | Capitals: ΔΙΑΜΟΝΟΜΑΧΕΩ |
Transliteration A: diamonomachéō | Transliteration B: diamonomacheō | Transliteration C: diamonomacheo | Beta Code: diamonomaxe/w |
A fight a single combat, πρὸς ἀδελφούς Plu.2.482c, cf. Hld.7.16.
[Seite 590] einen Zweikampf haben; πρός τινα ὑπέρ τινος, Plut. de frat. am. 8; τινί, Heliod. 7, 16.
διαμονομᾰχέω: διεξάγω μονομαχίαν, πρός τινα Πλούτ. 2. 482C˙ τινὶ Ἡλιόδωρ. 7, 16.