ταγεύω
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
English (LSJ)
A to be ταγός or chief of Thessaly, X.HG6.1.19:—Pass., to be united under one ταγός, ib.6.1.8. 2 to be chief of a phratria, Schwyzer 323 A 1, B 31,33 (Delph., iv B.C.). 3 to be magistrate of a Thessalian town, IG9(2).517.24 (Larissa, iii B.C.), 531.2 (Thess., i B.C.). II Med., let soldiers be posted or stationed, ἄνδρας ἀρίστους . . πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι A.Th.58.
German (Pape)
[Seite 1063] beherrschen, anführen, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 1, 7; pass. 6, 1, 4; med. zum Führer einsetzen, ἀρίστους ἄνδρας ἔκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Aesch. Spt. 58.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγεύω: εἶμαι ταγός, ἤτοι ἄρχων τῶν Θεσαλλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. ― Παθ., εἶμαι ἡνωμένος ὑπὸ ἕνα ταγόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙ. Μέσ., τάσσω, παραγγέλλω νὰ ταχθῶσι στρατιῶται, ἄνδρας ἀρίστους... πυλῶν ἐπ’ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Αἰσχύλ. Θήβ. 58.