ἀδίκαστος
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
ον,
A without judgement given, Pl.Ti.51c; δίκη IG12(2).530 (Eresos); undecided, Luc.Bis Acc.23. Adv. -τως without judgement, Aesop.223.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίκαστος: -ον, ὁ μὴ δικασθείς, Πλάτ. Τίμ. 51C., μὴ ἀποφασισθείς, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 23. ἐπίρρ. -τως, Αἴσωπ.