ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
[Seite 687] τό, unglückliche Unternehmung, Sp.
δυσπράγημα: τό, ἀτύχημα, δυστύχημα, Νικήτ. Εὐγεν. 4, 261.