ποδικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A of a metrical foot or feet, γένη, λόγος, Aristid.Quint. 1.15,19; π. χρόνοι, opp. ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ, ib.14.
Greek (Liddell-Scott)
ποδικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐκ ποδός, χρόνος Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 34.
Full diacritics: ποδικός | Medium diacritics: ποδικός | Low diacritics: ποδικός | Capitals: ΠΟΔΙΚΟΣ |
Transliteration A: podikós | Transliteration B: podikos | Transliteration C: podikos | Beta Code: podiko/s |
ή, όν,
A of a metrical foot or feet, γένη, λόγος, Aristid.Quint. 1.15,19; π. χρόνοι, opp. ἁπλοῖ, πολλαπλοῖ, ib.14.
ποδικός: -ή, -όν, ὁ συνιστάμενος ἐκ ποδός, χρόνος Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 34.