διακυβεύω
From LSJ
English (LSJ)
A play at dice with another, πρός τινα Plu.Rom.5: abs., Id.2.128a; περί τινος ib.70d.
German (Pape)
[Seite 585] mit Einem würfeln, πρός τινα, Plut. Rom. 19; περί τινος, um etwas, Artax. 17; übertr., aufs Spiel setzen, wagen, περί τινος, adul. et am. discr. 44.
Greek (Liddell-Scott)
διακῠβεύω: παίζω τοὺς κύβους πρὸς ἕτερον, πρός τινα Πλούτ. Ρωμ. 5· ἐντεῦθεν, διακινδυνεύω, ῥιψοκινδυνῶ, περί τινος ὁ αὐτ. 2. 128Α.