περιέννυμι

From LSJ
Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέννῡμι Medium diacritics: περιέννυμι Low diacritics: περιέννυμι Capitals: ΠΕΡΙΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: periénnymi Transliteration B: periennymi Transliteration C: periennymi Beta Code: perie/nnumi

English (LSJ)

Ep. Verb used in aor. Act. and Med.,

   A put round, περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Il.16.670,680 ; περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσε 18.451 :—Med., [χλαῖναν] περιέσσασθαι to put on one's cloak, Hes.Op. 539.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἕννυμι), umziehen, anziehen; bei Hom. nur in tmesi, wie man erkl. περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον, Il. 16, 670; med., χλαῖναν περιέσσασθαι, einen Mantel sich umziehen, Hes. O. 541.

Greek (Liddell-Scott)

περιέννῡμι: περιβάλλω, ἐνδύω, περὶ δ’ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον Ἰλ. Π. 670, 680˙ περὶ μὲν τὰ ἃ τεύχεα ἕσσεν Σ. 451˙ Μέσ., περιβάλλομαι, φορῶ, χλαῖναν περιέσσασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537˙ πρβλ. περιτίθημι Ι.