διηχέω
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
A ring with, τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος Plu. Tim.21: abs., resound, Placit.4.16.2:—Pass., pf. part. διηχημένος commonly spoken of, ποιότητες Archig. ap. Gal.8.578.
Greek (Liddell-Scott)
διηχέω: μεταβιβάζω τὸν ἦχόν τινος, τι Πλούτ. Τιμολ. 21· ἀπολ., ἀντηχῶ, ὁ αὐτ. 2. 901F.