παρακοιμίζω
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
English (LSJ)
A make to lie with, τινά τινι Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.21, cf. Artem.4.61, Cat.Cod.Astr.2.208 (prob.) : hence Subst. παρακοιμ-ιστής, οῦ, ὁ, in pl., π. τῶν ἰδίων γυναικῶν panders to their own wives, Paul. Al.O.2.
German (Pape)
[Seite 484] daneben, dabei schlafen legen, dabei schlafen lassen, Schol. Ap. Rh. 3, 62 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακοιμίζω: βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ μετά τινος, παρακατακλίνω, τινά τινι Ἀλ. Πολυΐστ. παρ’ Ἐὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 423Α· ― οὐσιαστ. παρακοιμιστής, οῦ, ὁ, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσ. 54. 2.