μεμηχανημένως
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
Adv., (μηχανάομαι)
A by stratagem, E.Ion809.
German (Pape)
[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.
Greek (Liddell-Scott)
μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.