German (Pape)
[Seite 7] τό, bitteres Aloeholz (excoecaria agollocha Linn.), Diose., sonst ξυλαλόη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάλλοχον: τό· Λατ. agallochum, ἡ πικρὰ ἀλόη. Διοσκορ. 1. 21, ἔνθα ἴδ. Sprengel. Ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἀετίου ἔλαβε τὸ ὄνομα ξυλαλόη.