αὐτοποίητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A = αὐτοπαγής, Sophr.13.
German (Pape)
[Seite 399] selbst gemacht, ohne Kunst, schlecht, Hesych. εὐτελές.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοποίητος: -ον, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ ποιηθείς, τοῦ αὐτοπαράκτου τὸ αὐτογέννητον καὶ αὐτοποίητον οὐδὲν διαφέρει Ἰουστῖν. Μάρτ. 526A, = αὐτοπάγητος Σώφρων. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 60, κατὰ δὲ Ἡσύχ. «αὐτοποίητον· εὐτελές».