αὐτοποίητος

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοποίητος Medium diacritics: αὐτοποίητος Low diacritics: αυτοποίητος Capitals: ΑΥΤΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: autopoíētos Transliteration B: autopoiētos Transliteration C: aftopoiitos Beta Code: au)topoi/htos

English (LSJ)

ον,

   A = αὐτοπαγής, Sophr.13.

German (Pape)

[Seite 399] selbst gemacht, ohne Kunst, schlecht, Hesych. εὐτελές.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοποίητος: -ον, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ ποιηθείς, τοῦ αὐτοπαράκτου τὸ αὐτογέννητον καὶ αὐτοποίητον οὐδὲν διαφέρει Ἰουστῖν. Μάρτ. 526A, = αὐτοπάγητος Σώφρων. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 60, κατὰ δὲ Ἡσύχ. «αὐτοποίητον· εὐτελές».