Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνοραίστης

From LSJ
Revision as of 10:50, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίνω) κρότων, «τσιμοῦρι», «σκυλλόψειρα», Λατ. ricinus, Ὀδ. Ρ. 300· πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 6· ἴδε κρότων. Κατὰ Κόντον (Γλωσσ. Παρατ. 434) «παρ’ Ἀριστοτέλει γραπτέον κυνορραῖσται ἀντὶ τοῦ κυνοραῖσται (ἢ κυνοραϊσταὶ) καὶ κυνορραίστας ἀντὶ τοῦ κυνοραϊστάς».