κυνοραίστης

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίνω) κρότων, «τσιμοῦρι», «σκυλλόψειρα», Λατ. ricinus, Ὀδ. Ρ. 300· πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 6· ἴδε κρότων. Κατὰ Κόντον (Γλωσσ. Παρατ. 434) «παρ’ Ἀριστοτέλει γραπτέον κυνορραῖσται ἀντὶ τοῦ κυνοραῖσται (ἢ κυνοραϊσταὶ) καὶ κυνορραίστας ἀντὶ τοῦ κυνοραϊστάς».