κάνωπον
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
τό,
A elder-flower, Paul.Aeg.7.3; elder-bark, Alex.Trall.12.
German (Pape)
[Seite 1322] τό, Hollunderblüthe, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
κάνωπον: τό, ἴσως ἄνθος ἀκταίας, «σαμποῦκος», Λατ. sambucus, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.