οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Full diacritics: νυκτέπαρχος | Medium diacritics: νυκτέπαρχος | Low diacritics: νυκτέπαρχος | Capitals: ΝΥΚΤΕΠΑΡΧΟΣ |
Transliteration A: nyktéparchos | Transliteration B: nykteparchos | Transliteration C: nykteparchos | Beta Code: nukte/parxos |
ὁ, = Lat.
A praefectus vigilum, Just.Nov.13.1 Intr.
νυκτέπαρχος: ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἔχων τὴν ἀρχηγίαν, ὁ ἄλλως λεγόμενος, ἔπαρχος τῶν νυκτῶν, πραίτωρ τοῦ δήμου, Παλλαδ. Βίος Χρυσ. 58Ε, Ἰουστινιαν. Νεαραὶ 13, 3.