ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
ὑπερηφάνεια: ἡ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ὑπερηφανία. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 396-397.