ὑπαγκάλιος
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ον,
A in the arms, of a child, D.H.7.67.
German (Pape)
[Seite 1179] = ὑπάγκαλος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαγκάλιος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἐπὶ τέκνου, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Βατ. Ἀντιγράφου ἐν Διονυσ. Ἁλ. 7, 67, ἀντὶ ὑπάγκαλος.