ψωροφθαλμία
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ἡ,
A a disease of the eyes, excessive dryness attended with itching, PMed.Strassb.p.6, Gal.14.766: pl., Dsc.1.68.5:— hence ψωρ-οφθαλμιάω, Gal.12.799; and ψωρ-όφθαλμος, ον, a sufferer from blepharitis, Id.12.798.
German (Pape)
[Seite 1406] ἡ, Augenkrätze, eine mit Jucken und Rauhigkeit der Oberfläche verbundene krankhafte Trockenheit der Augen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ψωροφθαλμία: ἡ, νόσημά τι τῶν ὀφθαλμῶν, ὑπερβάλλουσα ξηρότης αὐτῶν μετὰ κνησμοῦ, Γαλην. 14. σ. 766 ἐν τῷ πληθ. Διοσκ. 1. 82. - ἐντεῦθεν -οφθαλμιάω, Γαλην. τ. 10. σ. 586.