ἀποφανόω
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
German (Pape)
[Seite 334] Soph. frg. 846 bei B. A. 139, ἐς τὸ φανερὸν καταστῆσαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφανόω: φανερώνω, ποιῶ τι φανερόν, «ἀποφανῶσαι, εἰς τὸ φανερὸν καταστῆσαι· οὕτω Σοφοκλῆς» Α. Β. 439, 10.