ἀμπελοποιία
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀμπελουργία, Eust.1619.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοποιία: ἡ, = ἀμπελουργία, Εὐστ. 1619. 59.