πεντάφυλλος
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
German (Pape)
[Seite 557] fünfblätterig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πέντε φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 4· ―πεντάφυλλον, τό, βοτάνη τις, Λατ. quinquefolium, Ἱππ. 474. 1., 497. 10· «τὸ πεντάφυλλον ... κλῶνας φέρει καρφοειδεῖς, ἐφ’ ὧν ὁ καρπός· φύλλα δὲ ἔχει ἐοικότα ἡδυόσμῳ πέντε καθ’ ἕκαστον μίσχον, σπανίως δὲ πλείονα· φύεται δὲ ἐν ἐφύδροις τόποις καὶ τοῖς ὀχετοῖς» Διοσκ. 4. 42.