πολυκέντητος
From LSJ
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
English (LSJ)
ον,
A gloss on πολύκεστος, Hsch., Suid., cf. EM506.49, Eust.425.24.
German (Pape)
[Seite 664] = πολύκεστος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκέντητος: -ον, = πολύκεστος, Γρηγ. Νύσσ., τ. 2, σ. 189C, Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 505, 49, κτλ.