ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἀβήρ: ἀϝήρ, Λακων. λέξ. = «οἴκημα στοὰς ἔχον, ταμεῖον», Ἡσύχ.· πρβ. αὐήρ.