German (Pape)
[Seite 1372] ἡ, der untere Theil des Schlundes, der Wagenmund, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπότρα: ἡ, τὸ κατώτατον στρῶμα τοῦ οἰσοφάγου, τὸ ἄνοιγμα τοῦ στομάχου, Παῦλ. Αἰγ. 6. 32·― ἐν Ἱππιατρ. 61, καταπόθρα·― παρὰ Σουΐδ. ὡσαύτως, καταπότης, ου, ὁ.