καταπότης

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπότης Medium diacritics: καταπότης Low diacritics: καταπότης Capitals: ΚΑΤΑΠΟΤΗΣ
Transliteration A: katapótēs Transliteration B: katapotēs Transliteration C: katapotis Beta Code: katapo/ths

English (LSJ)

καταπότου, ὁ, = λάρυγξ, Hsch. s.v. βρόγχος, Suid.

German (Pape)

[Seite 1372] ὁ, das Herunterschlucken, Schlemmen, bei Suid. auch λάρυγξ erkl.

Greek (Liddell-Scott)

καταπότης: ὁ, λάρυγξ. Σουΐδ., καὶ ὁ καταβιβρώσκων.

Greek Monolingual

καταπότης, ὁ (Α)
λάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. προπότης, συμπότης.