πανδαμεί
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
English (LSJ)
πᾰν-δᾱμος,
A v. πανδημεί πάνδημος.
Greek (Liddell-Scott)
πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. ἀντὶ πανδημεί, πάνδημος.