σῶστρα
English (LSJ)
τά, (σῴζω, cf. σαοστρέω)
A reward for saving one's life, thank-offering for deliverance from a danger, σῶστρα τοῦ παιδὸς θύειν [θεοῖς] Hdt.1.118, cf. AP9.378.7 (Pall.); σ. ὀφείλειν τισί Luc.Salt.8; ἐκτίνειν τισί Id.DMar.14.1. 2 reward for bringing back lost cattle or runaway slaves, σ. παρέχειν Hdt.4.9; σῶστρα τούτου ἀνακηρύσσειν X.Mem.2.10.2; σῶστρα δὲ μὴ ἐξεῖμ[εν ἐσπρᾶξαι] Foed.Delph. Pell.2 A 25. 3 physician's fee, Poll.6.186; thank-offering to Asclepios, IG14.967a1, b 1 (Rome), 42(1).483 (Epid.).--The sg. only in App.BC4.62.
Greek (Liddell-Scott)
σῶστρα: τά, (σῴζω) ἀμοιβὴ ἐπὶ τῇ διασώσει τῆς ζωῆς τινος, εὐχαριστήριος προσφορὰ ἢ θυσία ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ ἀπὸ κινδύνου, σῶστρα τοῦ παιδὸς θύειν θεοῖς Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 378· σ. ὀφείλειν τινὶ Λουκ. π. Ὀρχ. 8· τείνειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἐναλ. Διαλ. 14. 1. 2) ἀμοιβὴ ἐπὶ τῇ προαγωγῇ ἀπολεσθέντων κτηνῶν ἢ ἀποδράντων δούλων, σ. παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 4. 9· σῶστρα τούτου ἀνακηρύσσειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 2. 3) ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Πολυδ. ϛʹ, 186, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5974. - Ὁ ἑνικ. μόνον παρ’ Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 62.