εὑρεσίλογος

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

German (Pape)

[Seite 1092] (s. über den Accent Lob. zu Phryn. 770), geschickt im Auffinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, beredt, D. L. 4, 37 ἦν εὑρεσιλογώτατος ἀπαντῆσαι εὐστόχως; VLL. erkl. φλύαρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσίλογος: -ον, ἐφευρίσκων λέξεις, ἔχων μέγα πλῆθος λέξεων, Διογ. Λ. 4. 37, πρβλ. Wyttenb. ἐν Πλουτ. 2. 31Ε. - Φέρεται εὑρησίλογος ἐν Ἀντιγράφοις, Λοβέκ. ἐν Φρυν. 446. - Ὁ τύπος εὑρεσιλόγος ἐσφαλμένος, ἴδε Χατζ. ἐν «Ἑλέγχ. καὶ Κρίσ.» σ. 520 παραπέμποντα εἰς Wilamowitz καὶ Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τόμ. ε΄, σ. 73. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὑρεσίλογος· φλύαρος».