κίδαλον
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
German (Pape)
[Seite 1437] τό, die Zwiebel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κίδαλον: τό, «κρόμμυον» Ἡσύχ.· πρβλ. καψιπήδαλος.
[Seite 1437] τό, die Zwiebel, Hesych.
κίδαλον: τό, «κρόμμυον» Ἡσύχ.· πρβλ. καψιπήδαλος.