διαλυτέον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A one must dissolue, φιλίαν Arist.EN1165b17.
Greek (Liddell-Scott)
διαλῠτέον: ῥημ. ἐπιθ., πρέπει τις νὰ διαλύσῃ, φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν.9.3,3.