σκαμμωνία
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
(and σκαμωνία), ἡ,
A scammony, Convolvulus, Scammonia, from the roots of which the purgative medicine Scammony is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also σκαμμώνιον, τό, Nic.Al.565; σκαμώνειον, Anon. Lond.37.19; cf. ἀσκαμωνία, κάμων. [σκᾰμωνία Eub. l.c.; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as v.l. in Dsc. l.c.; cf. σκαμώνειον; but σκαμμώνιον is corroborated by the metre in Nic. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰμμωνία: ἡ, φυτόν τι, «εἶδος βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο φάρμακον καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον τύπος κάμων, -ωνος.