σκαμμωνία

From LSJ
Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμμωνία Medium diacritics: σκαμμωνία Low diacritics: σκαμμωνία Capitals: ΣΚΑΜΜΩΝΙΑ
Transliteration A: skammōnía Transliteration B: skammōnia Transliteration C: skammonia Beta Code: skammwni/a

English (LSJ)

(and σκαμωνία), ἡ,

   A scammony, Convolvulus, Scammonia, from the roots of which the purgative medicine Scammony is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also σκαμμώνιον, τό, Nic.Al.565; σκαμώνειον, Anon. Lond.37.19; cf. ἀσκαμωνία, κάμων. [σκᾰμωνία Eub. l.c.; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as v.l. in Dsc. l.c.; cf. σκαμώνειον; but σκαμμώνιον is corroborated by the metre in Nic. l.c.]

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰμμωνία: ἡ, φυτόν τι, «εἶδος βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο φάρμακον καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον τύπος κάμων, -ωνος.