ἀδιάγνωστος
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
ον,
A indistinguishable, D.S.1.30; ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29); hard to distinguish or understand, ὀνόματα Aristid. Quint.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάγνωστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαγνώσῃ, διακρίνῃ, Διόδ. 1. 30· δύσκολος νὰ διακριθῇ ἢ κατανοηθῇ, ὀνόματα, Ἀριστείδ. Κουϊντιλ. 9. 14.