φρύγιον
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
τό,
A firewood, LXX Ps.101(102).4. 2 drying-place, basking-place, EM561.12.
German (Pape)
[Seite 1311] τό, dürres Holz, Brennholz, eigentlich neutr. vom Folgdn, LXX. u. E. M.
Greek (Liddell-Scott)
φρύγιον: τό, φρύγανον, «καυσόξυλον», Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 3). 2) τόπος ἐφ’ οὗ ἐκτίθενται πράγματα πρὸς ξήρανσιν εἰς τὸν ἥλιον, Ἐτυμ. Μέγ. 561. 12.