μικτέον
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
(μείγνυμι)
A one must mix, Pl.Ti.48a codd. (leg. μεικτέον).
Greek (Liddell-Scott)
μικτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μίγνυμι, δεῖ μιγνύναι, Πλάτ. Τίμ. 48Α.