συμπεριτίθημι
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
A put round together, σ. ὄγκον αὐτῷ καὶ δόξαν take part in getting honour for another, Id.Nic.5:—Pass., -τιθεμένων τῶν στεμφύλων τῷ ἀγγείῳ Dsc.1.57:—the Act. is dub. l. in Nech. ap. Vett. Val.290.21.
German (Pape)
[Seite 986] (s. τίθημι), mit od. zugleich herumlegen, umgeben, τινὶ ὄγκον καὶ δόξαν, Einem Anschen u. Ruhm geben, Plut. Nic. 5.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριτίθημι: περιτίθημι ὁμοῦ, ὁ μάλιστα ταῦτα συντραγῳδῶν καὶ συμπεριτιθεὶς ὄγκον αὑτῷ καὶ δόξαν Πλουτ Νικ. 5.