σείστης
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
σείστης: -ου, ὁ, (σείω) ὁ σείων τήν γῆν, Ιω. Λυδ. π. Διοσημ. 54, ἔνθα ἐσφαλμένως φέρεται σειστής, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431, 432.